- λαβροτάτου
- λάβροςfuriousmasc/neut gen superl sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
νηέομαι — (Α) νέομαι*, έρχομαι, φθάνω («λαβροτάτου στόματος νηήσεται ἄχρις ἐδωδή», Οππ.) … Dictionary of Greek